- εώος
- ἐῷος, -α, -ον και ἑώϊος, -ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῑος, -ον (Α) [ἕως ΙΙ]1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴαη Ανατολή, οι χώρες τής Ανατολής ως επαρχίες τού Ρωμαϊκού κράτους4. (ως επιρρ. κατηγ.) πρωί-πρωί, τα χαράματα («ἑῷοι ἐξαναστάντες» — αφού σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, Ευρ.)5. φρ. α) «ἑῷος ἀστήρ» — το αστέρι Εωσφόρος*, ο Αυγερινόςβ) «τὰ ἑῷα» — τα ανατολικά μέρηγ) «ἐξ ἑῴας (χώρας)» — από την Ανατολήδ) «κατὰ τὰς ἑῴας» — τις πρωινές ώρες, το πρωί.
Dictionary of Greek. 2013.